Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Δ. ΓΚΟΡΙΤΣΑΣ - Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ το νέο ΠΑΣΟΚ;

Η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 27% και η προοπτική μιας αριστερής κυβέρνησης σαν ρεαλιστικό ενδεχόμενο το επόμενο διάστημα, έχουν εκτοξεύσει τη δημόσια συζήτηση για το χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο μέσα στην αριστερά αλλά σε όλο το πολιτικό φάσμα, όχι μόνο μέσα στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Οι βασικοί χαρακτηρισμοί που...
έχουν διατυπωθεί φτάνουν από το ένα άκρο στο άλλο και είναι τελείως αντιφατικοί: Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ ένα «επικίνδυνο ακραίο» κόμμα και «άκρα αριστερά» ή είναι το «νέο ΠΑΣΟΚ» και ένα κλασσικό ρεφορμιστικό (μεταρρυθμιστικό) κόμμα που «προδίδει» τους εργαζόμενους; Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ μια ελπιδοφόρα «νέα ριζοσπαστική αριστερά» ή είναι ένας «αχταρμάς συνιστωσών» ανίκανος για κάθε αποτελεσματική πολιτική;
Η συζήτηση αυτή είναι αναγκαία και καλοδεχούμενη. Γίνεται ακόμα πιο επείγουσα εν’ όψη της δρομολογημένης μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο πολιτικό φορέα, με τη δημιουργία μαζικών τοπικών οργανώσεων του ΣΥΡΙΖΑ, την εγγραφή νέων μελών καθώς και την εκλογή των οργάνων του. Η συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ και τα όσα ακολούθησαν, δεν έκλεισαν αλλά ενέτειναν περισσότερο τη συζήτηση για την φυσιογνωμία του -τόσο εντός όσο και εκτός ΣΥΡΙΖΑ- και το ξεκαθάρισμα των παραπάνω ερωτημάτων γίνεται περισσότερο αναγκαίο από ποτέ.
Η πιο διαδεδομένη κριτική είναι αυτή που λέει σχηματικά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το «νέο ΠΑΣΟΚ». Με άλλα λόγια, αν χρησιμοποιήσουμε την μαρξιστική ορολογία, ότι είναι ένα κόμμα ρεφορμιστικό που συγκεντρώνει μεν σήμερα τις ελπίδες και την υποστήριξη πλατιών εργατικών και λαϊκών μαζών, αλλά, επειδή έχει μια αδιέξοδη διαχειριστική πολιτική, στην πορεία θα ενσωματωθεί στο σύστημα, θα πάει με τα συμφέροντα των καπιταλιστών, θα ακολουθήσει μια πολιτική προδοσίας για τα εργατικά συμφέροντα και τελικά θα βουλιάξει κι αυτό στον βούρκο της διαφθοράς. Για να δούμε πόσο στέκει αυτή η κριτική.
Παρόλο που οι ταλαντεύσεις, πότε προς τα αριστερά και πότε προς τα δεξιά, εξακολουθούν να είναι συνεχείς, είναι σαφές πια ότι στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνεται μια σημαντική μερίδα τηλεπροβεβλημένων «στελεχών», προερχόμενη κυρίως από τον παλιό ΣΥΝ και σε πολύ μικρότερο βαθμό από τους λεγόμενους «πασοκογενείς», που στοχεύουν σε έναν ΣΥΡΙΖΑ «υπεύθυνο» και «ρεαλιστικό», σε έναν ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή καλύτερο και πιο φιλολαϊκό διαχειριστή του υπάρχοντος συστήματος. Στο στρατόπεδο των «υπευθύνων» προσχωρεί όλο και περισσότερο και ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Οι διαδοχικές συνεντεύξεις και δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα μετά την συνδιάσκεψη, σηματοδότησαν μια σημαντική στροφή σε σχέση με την προεκλογική περίοδο και ενέτειναν ακόμα περισσότερο την εικόνα ενός «νομιμόφρονα», «ρεαλιστικού» και «ήπιου» ΣΥΡΙΖΑ. Ενός ΣΥΡΙΖΑ που δεν επιδιώκει την μονομερή ταξικά και πολιτικά έκφραση των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων ενάντια στους καπιταλιστές, αλλά ενός ΣΥΡΙΖΑ που επιδιώκει με την πολιτική του το «καλό της πατρίδας», δηλαδή το καλό και τον συμβιβασμό των συμφερόντων, τόσο των εργαζομένων όσο και των «υγιών» επιχειρηματιών. Μια ταξική θολούρα που εκφράζεται πολιτικά με την υποχώρηση της επιδίωξης για «κυβέρνηση της Αριστεράς» και την αντικατάστασή της από τον στόχο για μια κυβέρνηση «εθνικής σωτηρίας». Ενδεικτικά να θυμίσουμε μερικές από τις πρόσφατες δηλώσεις του Α.Τσίπρα: «είμαστε και εμείς νοικοκυραίοι – εκφράζουμε τα συμφέροντα της μεσαίας τάξης – καταδικάζουμε την βία και την ανομία από όπου κι αν προέρχονται – θα διαπραγματευτούμε με τους επενδυτές για τις ιδιωτικοποιήσεις – με την πολιτική μας θα προσελκύσουμε επενδύσεις από την υγιή επιχειρηματικότητα και θα φέρουμε ανάπτυξη» κ.ά. Η κατάργηση του μνημονίου παραμένει σαν βασική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά γίνεται όλο και περισσότερο θολό με ποια –και κυρίως πόσο φιλολαϊκή- πολιτική θα αντικατασταθεί και ταυτόχρονα ενισχύονται όλο και περισσότερο οι φωνές που προκρίνουν την διαπραγμάτευση –και συνεπώς την έγκριση- των δανειστών σχεδόν σε κάθε πολιτική απόφαση που θα κληθεί να εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ: «δεν θα κάνουμε μονομερείς ενέργειες παρ’ εκτός αν προκληθούμε» όπως ήταν η χαρακτηριστική δήλωση του Γιάννη Δραγασάκη. Οι κοινωνικοί αγώνες, από βασικό όχημα για μια πολιτική ανατροπής, μετατρέπονται απλώς σε έναν υποβοηθητικό ρόλο κομπάρσου και η τακτική που προκρίνεται για την πτώση της μνημονιακής κυβέρνησης είναι αυτή του «ώριμου φρούτου». Είναι χαρακτηριστικό ότι τις μέρες που η απεργία στο ΜΕΤΡΟ είχε μετατραπεί σε κεντρικό πολιτικό γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια συντριπτική ήττα της κυβέρνησης, ο Αλέξης Τσίπρας διάλεξε να δηλώσει ότι «το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η χώρα είναι η κοινωνική αναταραχή». Τα πρόσφατα ταξίδια του Αλέξη Τσίπρα στο εξωτερικό και η προσπάθειά του να πείσει ακόμα και το ΔΝΤ ότι «δεν είμαστε επικίνδυνοι», συμβόλισαν με τον πιο επίσημο τρόπο την επιθυμία της ηγετικής ομάδας να δείξει, τόσο εντός της Ελλάδας όσο και στους «διεθνείς εταίρους», ότι το «όνειρο» της είναι μια κυβέρνηση τύπου Λούλα ή Ομπάμα με ολίγη πιο «φιλολαϊκή» σάλτσα.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτή η δεξιά στροφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι επαρκές στοιχείο για να θεωρήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ μια ήδη ενσωματωμένη πολιτική δύναμη, μια «κατοικίδια» αριστερά από την οποία το σύστημα όχι μόνο δεν έχει να φοβάται αλλά αντίθετα έχει και να ωφεληθεί. Το πρόβλημα με μια τέτοια εκτίμηση, είναι ότι έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την πραγματικότητα. Αν το σύστημα ωφελείται από την ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ, τότε πως εξηγείται ότι το «ωφελημένο» σύστημα λυσσομανάει απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ; Ο Λούλα, ο Ομπάμα ή ο Ολάντ στην Ευρώπη, καθώς και τα κόμματα στα οποία ηγούνται, έχουν την σχεδόν αμέριστη συμπαράσταση των καπιταλιστών στις χώρες τους. Αντίθετα οι καπιταλιστές στην Ελλάδα, αντιμετωπίζουν με φανερή εχθρότητα τον Αλέξη Τσίπρα και κυρίως τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν υπήρχε έστω και μια «μερίδα της άρχουσας τάξης» που θεωρούσε ότι τα συμφέροντά της εκφράζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, αυτό θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρίσκει δημόσια έκφραση. Αντί γι’ αυτό, βλέπουμε αντίθετα ότι όλοι οι εκφραστές της άρχουσας τάξης, τα αστικά πολιτικά κόμματα, τα κανάλια, η δικαστική εξουσία, η Αστυνομία και οι λοιποί μηχανισμοί του καθεστώτος, καθώς και οι διεθνείς εκφραστές του καπιταλιστικού συστήματος, αντιμετωπίζουν σύσσωμοι και ομόφωνα τον ΣΥΡΙΖΑ σαν επικίνδυνο «υπονομευτή» που «υποθάλπει την τρομοκρατία» και τις «συντεχνιακές διεκδικήσει», σαν «αντεθνική» (χαρακτηρισμός του Βενιζέλου) και «καταστροφική» δύναμη, περίπου δηλαδή όπως αντιμετώπιζαν την ΕΔΑ και το ΚΚΕ στη μετεμφυλιακή περίοδο. Με δυο λόγια, η ωμή πραγματικότητα είναι ότι όσες διαβεβαιώσεις «υπευθυνότητας» και «νομιμοφροσύνης» και αν δίνουν διάφορα προβεβλημένα στελέχη, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει για την άρχουσα τάξη ένας επικίνδυνος εχθρός που χρειάζεται να καταπολεμηθεί μέχρις εσχάτων και με όλα τα μέσα, ακόμα και με την ολοένα και πιο αυξανόμενη και ανοιχτή κρατική βία και τρομοκρατία.
Χωρίς να εξηγηθεί αυτή η αντίφαση, κανένας χαρακτηρισμός για τον ΣΥΡΙΖΑ σαν πολιτικό φορέα δεν μπορεί να σταθεί και να διεκδικήσει δάφνες σοβαρής ανάλυσης της πραγματικότητας. Και η εξήγηση βρίσκεται στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πολύ «ζόρικο άλογο» για να «τιθασευτεί» από τις όποιες δηλώσεις «υπευθυνότητας» κάποιων στελεχών. Γιατί πολύ απλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μόνο αυτοί. Στον σημερινό οργανωμένο κορμό και στο στελεχικό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν ταυτόχρονα δυνάμεις και συνιστώσες που ξεκινάνε από υποστηρικτές ενός ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού και φτάνουν μέχρι την επαναστατική αριστερά, δυνάμεις δηλαδή που, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, λιγότερο ή περισσότερο ξεκάθαρα, επιδιώκουν έναν ΣΥΡΙΖΑ που να αποτελέσει καταλύτη για την σύγκρουση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων με τα συμφέροντα του καπιταλιστικού συστήματος και της άρχουσας τάξης με τελικό στόχο τον σοσιαλισμό.
Ακόμα πιο σαφής, ταξικά προερχόμενη και συνεπώς «ανεξέλεγκτη» είναι η κατάσταση στη βάση του ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο στις σημερινές οργανωμένες δυνάμεις του σχήματος αλλά και –κυρίως- στον λαϊκό κόσμο που προσέγγισε με ιλιγγιώδεις ρυθμούς τους τελευταίους μήνες τον ΣΥΡΙΖΑ και που οδήγησε στην πρωτοφανή εκτίναξη των εκλογικών ποσοστών του. Μπορεί να υπάρχει πολύ μεγάλη γκάμα συγχύσεων σε αυτό τον κόσμο, μπορεί η μεγάλη πλειοψηφία να μην ξέρει και πολλά από σοσιαλισμό και να μην ξέρει τι ακριβώς θέλει, ξέρει όμως πολύ καλά τι δεν θέλει: Και αυτό που δεν θέλει είναι να δει νέους Σημίτηδες και νέους Παπανδρέου, να δει νέους καρεκλοκένταυρους να κατσικώνονται στην εξουσία και να προδίδουν τις υποσχέσεις τους στρεφόμενοι ενάντια στα εργατικά συμφέροντα. Είναι κυρίως η οργή της τεράστιας πλειοψηφίας αυτού του κόσμου που τώρα ριζοσπαστικοποιείται, που κοιτάζει καχύποπτα, που περνάει από συνεχείς εξετάσεις και που ασκεί αυτή τη στιγμή την πιο ασφυκτική πίεση πάνω στον ΣΥΡΙΖΑ, στα στελέχη του και την ηγεσία του ώστε «να μην προδώσει» και να μην αρχίζει να μοιάζει με το ΠΑΣΟΚ του παρελθόντος.
Και αυτή δεν είναι μια «άμορφη» και «χαλαρή» πίεση της εκλογικής βάσης του αλλά εκφράζεται και στον κομματικό μηχανισμό του ΣΥΡΙΖΑ, από τις τοπικές οργανώσεις μέχρι τα κορυφαία όργανα. Αν θέλουμε να δούμε τις πραγματικές διεργασίες που γίνονται μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τις πραγματικές πολιτικές θέσεις που πλειοψηφούν αυτή την στιγμή, δεν μπορούμε να κρίνουμε αποκλειστικά με βάση τους «εκπροσώπους» που «εξέλεξαν» τα κανάλια για τα τηλεοπτικά πάνελ αλλά πρώτα και κύρια με βάση την πολιτική των οργάνων του ΣΥΡΙΖΑ που εξέλεξαν τα μέλη του. Ο Αλέξης Τσίπρας, αξιοποιώντας πρώτα και κύρια το προσωπικό του κύρος και δευτερευόντως το κείμενο «Διακήρυξης του ΣΥΡΙΖΑ» που έχει αριστερόστροφη –τουλάχιστον στα λόγια- κατεύθυνση, κατάφερε στην πρόσφατη συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ να συσπειρώσει, εκτός από την δεξιά πτέρυγα, και σημαντικά τμήματα αριστερών αγωνιστών και συνιστωσών και να κερδίσει το 75% των ψήφων στην εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής (Κ.Ε.) του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ η «αριστερή πλατφόρμα» -Αριστερό Ρεύμα, R-project (ΔΕΑ, Κόκκινο, ΑΠΟ), ανένταχτοι- πήραν το 25%. Οι δεξιόστροφες παλινωδίες της ηγεσίας που ακολούθησαν τη συνδιάσκεψη, οδήγησαν σε μια συνεδρίαση της Κ.Ε. στις αρχές Φλεβάρη (μόλις δυο μήνες μετά), όπου οι αριστερές φωνές κριτικής αυξήθηκαν θεαματικά, όπου το κύρος της ηγεσίας και του Αλέξη Τσίπρα προσωπικά κατέγραψαν μια σημαντική υποχώρηση και όπου οι δεξιόστροφες κατευθύνσεις έχουν μεγάλη δυσκολία να επιβληθούν. Ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της εξέλιξης, είναι η αριστερή κριτική που δέχτηκε η ηγετική ομάδα από την Σοφία Σακοράφα, προερχόμενη από τους λεγόμενους «πασοκογενείς» και μέχρι πρότινος θεωρούμενη ως «δεδομένη» υποστηρίκτρια εν λευκώ της ηγετικής ομάδας και της πολιτικής της. Για να μπορέσει να διατηρήσει την συνοχή της η σημερινή πλειοψηφία της Κ.Ε., υποχρεώθηκε να ψηφίσει θέσεις που ενσωματώνουν στοιχεία της αριστερής κριτικής και σε κάποια σημεία έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τον δημόσιο λόγο των «τηλεπροβεβλημένων στελεχών»: ενδεικτικά, η απόφαση της Κ.Ε. περιλαμβάνει την επαναβεβαίωση του προεκλογικού στόχου για κυβέρνηση αποκλειστικά της Αριστεράς και την θέση «καμιά θυσία για το ευρώ» – την επιμονή δηλαδή στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων ακόμα και στην περίπτωση που αυτό θέσει σε κίνδυνο το ευρώ. Και δεν είναι μόνο η συγκεκριμένη συνεδρίαση της Κ.Ε.. Συνολικά, παρά την θεωρητικά μεγάλη πλειοψηφία που διαθέτει και παρά τις διακηρύξεις του Αλέξη Τσίπρα για «ΣΥΡΙΖΑ των μελών», η πραγματικότητα είναι ότι η σημερινή ηγετική ομάδα αντιμετωπίζει καχύποπτα και αποφεύγει συστηματικά να παραδώσει εξουσίες στα εκλεγμένα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ, διατηρώντας τον έλεγχο στα κρίσιμα «πόστα» με πραξικοπηματικό και αντιδημοκρατικό τρόπο. Για ζητήματα όπως π.χ. η σύνθεση του «γραφείου τύπου» ή η σύνθεση της «επιτροπής οικονομικού προγράμματος», τα νεοεκλεγμένα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ δεν έχουν κληθεί ποτέ να αποφασίσουν και παραμένουν στις θέσεις τους όσοι είχαν επιλεγεί από την ηγετική ομάδα του παλιού ΣΥΝ με την ισχύ της «μεγαλύτερης συνιστώσας» του παλιού ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτή η αντίφαση, από την μια της δεξιάς στροφής των τηλεπροβεβλημένων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, και από την άλλη της υπαρκτής και ενισχυόμενης ριζοσπαστικής τάσης στην βάση αλλά και στα εκλεγμένα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι οφθαλμοφανής για όποιον δεν θέλει να κρύβει το κεφάλι στην άμμο. Οι επιθέσεις της κυβέρνησης και των ΜΜΕ στις «αριστερίστικες συνιστώσες» του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνεχείς και κλιμακούμενες. Ακόμα κι όταν ακούγονται καλά λόγια για την «ρεαλιστική» στροφή του Α.Τσίπρα, οι καθεστωτικές δυνάμεις εξακολουθούν να τον κατηγορούν ότι «δεν ελέγχει το κόμμα του». Οι εναπομείναντες –μετά την αποχώρηση Κουβέλη- δυνάμεις της πάλαι ποτέ «ανανεωτικής πτέρυγας» του ΣΥΝ, δεν νοιώθουν καθόλου σίγουρες με την κυριαρχία τους στα τηλεοπτικά πάνελ και σε ρόλο «λαγού» ζητούν πειθάρχηση και διαγραφές στον ΣΥΡΙΖΑ με πιο πρόσφατη την σχετική δήλωση Παπαδημούλη. Στην ουσία, με μεταλλαγμένη μορφή, επαναφέρουν την παλιά τους πρόταση για διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, με την εκκαθάριση των «αριστεριστών» και των «αναρχοαυτόνομων» και την επαναπροσέγγιση με την ΔΗΜΑΡ.
Η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και η προοπτική της κυβερνητικής εξουσίας, όχι μόνο δεν έχει οδηγήσει σε «σύνθεση» των διαφορετικών απόψεων και σε μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε «ησυχαστήριο», αλλά έχει εντείνει τον ακήρυχτο στα λόγια αλλά υπαρκτότατο στην πράξη πόλεμο εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Πόλεμο ανάμεσα σε μια σχετικά ομοιογενή και διαμορφωμένη πτέρυγα που θέλει να στρίψει τον ΣΥΡΙΖΑ στον «ρεαλισμό» της διαχείρισης του συστήματος και σε μια -αρκετά ανομοιογενή είναι η αλήθεια- αντιπολίτευση που ζητάει ένα «δεύτερο κύμα ριζοσπαστισμού» και τον προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική και ταξική σύγκρουση με το καπιταλιστικό σύστημα. Η διαδικασία μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο πολιτικό φορέα, όχι μόνο δεν έχει καταργήσει τον μετωπικό και πολυτασικό χαρακτήρα αυτού του πολιτικού σχήματος, αλλά τον έχει εντείνει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό με ολοένα και μεγαλύτερη διαπάλη των διαφόρων απόψεων και τάσεων στο εσωτερικό του. Τα αποτελέσματα αυτού του πολέμου είναι εντελώς αβέβαια και απρόβλεπτα, η τρέχουσα πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνεχώς υπό διαμόρφωση ανάλογα με την εξέλιξη της εσωκομματικής πάλης. Είναι ακριβώς αυτός ο αβέβαιος χαρακτήρας του ΣΥΡΙΖΑ σαν κομματική δομή, καθώς και η μαζική στοίχιση πίσω του ολοένα και περισσότερων από τις «στρατιές των πεινασμένων», που μετατρέπουν τον ΣΥΡΙΖΑ σε «αφερέγγυο» διαχειριστή του συστήματος και οδηγούν την άρχουσα τάξη στην ανοιχτή εχθρότητα εναντίον του.
Όσα τμήματα της αριστεράς δεν το αντιλαμβάνονται αυτό, απλά δείχνουν την αδυναμία τους να προσεγγίσουν τις τεράστιες μάζες ανθρώπων που κινούνται προς τα αριστερά, δείχνουν αδυναμία να κατανοήσουν ακόμα και την ίδια τη βάση τους που εγκατέλειψε μαζικά τα άλλα κόμματα της αριστεράς στις τελευταίες εκλογές και προσέγγισε τον ΣΥΡΙΖΑ και απλά επαναλαμβάνουν με άλλα λόγια την προπαγάνδα των Πρετεντέρηδων ότι τάχα η μαζικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται στο ότι «το βαθύ ΠΑΣΟΚ μετακομίζει στον ΣΥΡΙΖΑ».
Η εξ αριστερών κριτική ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη «όργανο του συστήματος» είναι η πιο συνηθισμένη (ιδίως προερχόμενη από το ΚΚΕ) αλλά και η πιο ανεδαφική και αστήριχτη στην πραγματικότητα. Υπάρχει μια δεύτερη, πιο εκλεπτυσμένη, κριτική που προέρχεται κυρίως από ένα τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία προσπαθεί να πάρει υπόψη της τα γεγονότα για να καταλήξει όμως και πάλι σε ένα παρεμφερές συμπέρασμα. Η επιχειρηματολογία αυτής της κριτικής πάει κάπως έτσι: «Πράγματι υπάρχει εσωκομματική πάλη μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, πράγματι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται επιθέσεις από το σύστημα και πράγματι η άρχουσα τάξη δεν τον εμπιστεύεται να κυβερνήσει. Όμως η δεξιά πολιτική κυριαρχεί στον ΣΥΡΙΖΑ, η αριστερή κριτική είναι ανίκανη να επηρεάσει τα πράγματα και έχει χαρακτήρα γκρίνιας και αριστερού μαϊντανού. Άλλωστε και το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα σοσιαλδημοκρατικά ή και κομμουνιστικά ρεφορμιστικά κόμματα, είχαν αριστερές φωνές στο εσωτερικό τους οι οποίες δεν επηρέασαν σε τίποτα την δεξιά πολιτική της ηγεσίας τους. Συνεπώς ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απλά ένα ακόμα ρεφορμιστικό κόμμα που στο τέλος, είτε έτσι είτε αλλιώς, θα προδώσει».
Το ιστορικό παρελθόν μοιάζει ότι δικαιώνει μια τέτοια προσέγγιση. Πράγματι, το να διεξάγεις εσωτερική πάλη από τα αριστερά και να επιχειρείς να αλλάξεις τους εσωκομματικούς συσχετισμούς σε διαφόρων λογιών μεταρρυθμιστικά κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, το ΚΚΕ του Χαρίλαου Φλωράκη, το ευρωκομμουνιστικό ΚΚ Ιταλίας του Ενρίκο Μπερλίγκουερ και πολλά άλλα αντίστοιχα, ήταν η μεγαλύτερη φενάκη και όσοι το επιχείρησαν απέτυχαν και διαγράφτηκαν ή αποχώρησαν σαν βρεγμένες γάτες από τα κόμματα αυτά. Όμως πόση σχέση έχουν αυτά τα ιστορικά παραδείγματα με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ;
Ας πάρουμε το παράδειγμα του παλιού ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν ένα κόμμα εκατοντάδων χιλιάδων μελών, με μια κομματική γραφειοκρατία δεκάδων χιλιάδων στελεχών η οποία είχε ισχυρότατη πρόσβαση στον κρατικό μηχανισμό και με έναν ηγέτη που απολάμβανε ένα τεράστιο κύρος που έφτανε στα όρια της λατρείας. Η ισχύς αυτού του κομματικού μηχανισμού και το κύρος του αρχηγού του, επέτρεπε την περιθωριοποίηση κάθε αριστερής φωνής με σχεδόν ασήμαντο κόστος για το κόμμα. Στην κορυφαία τέτοια αντιπαράθεση με τις εξ’ αριστερών κριτικές, ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν σε θέση να διαγράψει την μισή ΠΑΣΚΕ που αντιδρούσε στο πρόγραμμα λιτότητας του 1985-87, με μεγάλο μεν αλλά με ελεγχόμενο -όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια- κόστος για το ΠΑΣΟΚ. Παρά τα σκάνδαλα διαφθοράς που ξέσπαγαν το ένα μετά το άλλο εκείνη την περίοδο, το ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε, κάνοντας μια μικρή στροφή προς μια πιο φιλολαϊκή πολιτική παροχών και αξιοποιώντας τη δεξιά πολιτική των ηγεσιών της τότε αριστεράς (ΚΚΕ,ΕΑΡ και στη συνέχεια του ενιαίου ΣΥΝ), να ξαναενσωματώσει το μεγαλύτερο μέρος της αριστερής δυσαρέσκειας και να καταγράψει στις διαδοχικές εκλογές του 1989-90 ποσοστά κοντά στο 40%.
Αν συγκρίνουμε το ΠΑΣΟΚ εκείνης της εποχής με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, πόσες ομοιότητες μπορούμε να βρούμε; Στην πραγματικότητα οι διαφορές είναι τεράστιες. Στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ των 30.000 μελών, λιγότερη από την μισή σημερινή κομματική του βάση προέρχεται από τον παλιό ΣΥΝ και ακόμα και αυτό το τμήμα των κομματικών μελών δεν είναι καθόλου ενιαίο ούτε μονοσήμαντα στοιχημένο πίσω από τη δεξιά πολιτική της ηγεσίας. Η ανομοιογενής αλλά υπαρκτότατη ριζοσπαστική πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ μεγάλη ισχύ, τόση ώστε όχι μόνο να κριτικάρει αλλά και –κυρίως- να πράττει διαφορετικά από την πολιτική της ηγεσίας χωρίς να ανοίγει ρουθούνι εσωκομματικά (συμμετοχή δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ στην πορεία υπεράσπισης των καταλήψεων μαζί με τους αναρχικούς, παρουσία και στήριξη βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ σε κηρυγμένες παράνομες κινητοποιήσεις όπως στο ΜΕΤΡΟ και πολλά άλλα παρόμοια παραδείγματα). Η κομματική γραφειοκρατία του ΣΥΡΙΖΑ είναι υπαρκτή αλλά σε καμιά περίπτωση δεν έχει την ισχύ να επιβάλλει την «τάξη» μέσα στο κόμμα. Το κύρος του Αλέξη Τσίπρα, ανεξάρτητα από τις δικές του προθέσεις, δεν έχει καμιά σύγκριση με το αντίστοιχο κύρος της ηγεσίας του παλιού ΠΑΣΟΚ. Αντί να διαγράφει όποιον «ενοχλητικό» θέλει μέσα στη νύχτα όπως συνήθιζε ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Αλέξης Τσίπρας, ακόμα κι αν ήθελε να πράξει διαφορετικά, είναι αντίθετα υποχρεωμένος να δηλώνει ξανά και ξανά ότι διαγραφές και σιγή νεκροταφείου μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούν να υπάρξουν.
Υπάρχει τέλος, ένας απόλυτα καθοριστικός λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα κι αν ήταν πλήρως ομογενοποιημένος σε μια δεξιά πολιτική, ακόμα κι αν όλοι οι Συριζαίοι ήμασταν «πουλημένοι πράκτορες του συστήματος» και ομόθυμα επιθυμούσαμε να μετατραπούμε σε ένα νέο ΠΑΣΟΚ, είναι αδύνατον να καταφέρναμε κάτι τέτοιο. Και ο λόγος αυτός δεν είναι άλλος από την σημερινή αντικειμενική πραγματικότητα της οξύτατης οικονομικής κρίσης και της πλήρους αδυναμίας «συμφιλίωσης» των συμφερόντων των καπιταλιστών από τη μια και των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων από την άλλη.
Όταν το ΠΑΣΟΚ ισχυροποιούνταν και κατευθυνόταν προς την κυβέρνηση, ο ελληνικός καπιταλισμός ήταν ακόμα σε οικονομική άνθιση και οι εργατικοί αγώνες κατάφερναν, άλλοτε εύκολα και άλλοτε με σκληρή σύγκρουση, να πετύχουν κατακτήσεις. Όταν βρέθηκε στην κυβέρνηση, η διεθνής οικονομική κρίση της εποχής άρχισε να χτυπάει τον ελληνικό καπιταλισμό αλλά τα περιθώρια κρατικής παρέμβασης ήταν ακόμα πολύ μεγάλα για να περιοριστούν οι συνέπειες της κρίσης, ακόμα και για να γίνουν κάποιες φιλολαϊκές παραχωρήσεις στο επίπεδο του κοινωνικού κράτους και των μισθών. Το δημόσιο χρέος του ελληνικού κράτους ήταν το 1981 κάτω από το 30% του ΑΕΠ. Η πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, μέσω του δημόσιου δανεισμού, μπορεί να μην μπόρεσε να αναστρέψει την κρίση αλλά κατάφερε να αποτρέψει την κατάρρευση της οικονομίας κρατικοποιώντας τις λεγόμενες «προβληματικές» επιχειρήσεις (διασώζοντας έτσι και πολλές θέσεις εργασίας), να αποζημιώσει παχυλά τους καπιταλιστές ιδιοκτήτες τους και να σώσει τις τράπεζες που είχαν δεσμεύσει τεράστια ποσά στα αποκαλούμενα τότε «θαλασσοδάνεια» προς τις επιχειρήσεις αυτές. Η δεύτερη μεγάλη περίοδος διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με επικεφαλής τον Κώστα Σημίτη, ήρθε σε μια εποχή ανάκαμψης του διεθνούς και του ελληνικού καπιταλισμού, στηριγμένης στη χρηματοπιστωτική φούσκα, στον φτηνό δανεισμό και στις τεράστιες δημόσιες και κοινοτικές επενδύσεις των λεγόμενων «μεγάλων έργων» (κυρίως της Ολυμπιάδας). Στην περίοδο των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, δεν έλειψαν ούτε οι επιθέσεις στην εργατική τάξη ούτε οι εργατικές κινητοποιήσεις και μάλιστα κάποιες φορές πολύ δυναμικές. Όμως το τελικό ισοζύγιο των τελευταίων δεκαετιών ήταν ότι το ΠΑΣΟΚ, κατάφερε να εξυπηρετήσει τον ελληνικό καπιταλισμό και ταυτόχρονα να αποφύγει τον ανοιχτό ταξικό πόλεμο και να επιβάλλει μια κάποια «ειρηνική συνύπαρξη» ανάμεσα στα συμφέροντα του κεφαλαίου και της εργασίας. Αυτό του επέτρεψε από τη μια να κερδίσει την εμπιστοσύνη από τα παλιά και τα «νέα τζάκια» των ελλήνων καπιταλιστών, καθώς και την εμπιστοσύνη και την πρόσβαση στον σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους, χωρίς από την άλλη να χάσει την επαφή του με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα. Χρειάστηκαν περίπου τρεις δεκαετίες πολιτικής κυριαρχίας για να αρχίσει να φθείρεται -αργόσυρτα αρχικά- η εργατική και λαϊκή επιρροή του ΠΑΣΟΚ και να οδηγηθεί τελικά στην κατάρρευση μετά την εφαρμογή του μνημονίου.
Αν υποθέσουμε ότι σύσσωμος ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούσε να ξαναπαίξει αυτό το έργο στη σημερινή συγκυρία, όχι τρεις δεκαετίες αλλά ούτε τρεις μήνες δεν θα είχε στη διάθεσή του πριν οδηγηθεί στην κατάρρευση. Η οξύτητα της σημερινής κρίσης του συστήματος και συνεπώς της ασυμφιλίωτης αντίθεσης ανάμεσα στα εργατικά και καπιταλιστικά συμφέροντα, δεν προμηνύουν καθόλου μια ομαλή εναλλαγή και διακυβέρνηση σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ κερδίσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μια αριστερή κυβέρνηση που θα επιχειρήσει έστω και στο ελάχιστο να θίξει τα πλούτη και τα συμφέροντα του κεφαλαίου, θα έχει απέναντί της σύσσωμη την αστική τάξη -εγχώρια και διεθνή- και όλους τους μηχανισμούς της (ΜΜΕ, στρατό, αστυνομία, δικαστική εξουσία, κρατική γραφειοκρατία κλπ.), καθώς και την ενισχυόμενη απειλή των φασιστών της Χρυσής Αυγής. Και από την άλλη θα έχει την ασφυκτική πίεση των λαϊκών μαζών που θέλουν εδώ και τώρα να επιβιώσουν και δεν έχουν να δώσουν κανένα περιθώριο πίστωσης χρόνου, αναμένοντας καρτερικά μια αβέβαιη «ανάπτυξη» στο αόριστο μακρινό μέλλον. Μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που δεν θα επιχειρήσει την μετωπική σύγκρουση με το κεφάλαιο με τον ενεργό ξεσηκωμό του λαού στο πλευρό της, που δεν θα επιχειρήσει δηλαδή να κάνει βήματα προς την πραγματική εργατική εξουσία και τον σοσιαλισμό, θα συνθλιβεί και θα καταρρεύσει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και αυτό θα συμπαρασύρει και τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ σαν κόμμα. Οι διαχειριστικές και δεξιές λογικές της σημερινής ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ κάνουν πράγματι αυτό το ενδεχόμενο της ήττας αρκετά πιθανό. Το να γίνει όμως ο ΣΥΡΙΖΑ νέο ΠΑΣΟΚ, να μακροημερεύσει στην κυβέρνηση, να ενσωματώσει και να πειθαρχήσει τη λαϊκή οργή, να φέρει την «ταξική ειρήνη» και ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, αυτό το ενδεχόμενο υπάρχει μόνο στην καλπάζουσα και ανιστόρητη φαντασία ορισμένων, είτε βρίσκονται εντός είτε εκτός του ΣΥΡΙΖΑ.



Αυτό είναι το draft για το πρώτο μέρος ενός άρθρου με θέμα τί είδους κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. θα ακολουθήσει -ελπίζω σύντομα- ένα δεύτερο μέρος που θα αφορά τον μεταβατικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και τον ρόλο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στην μάχη για τον προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ σε αντίθεση με τις αδιέξοδες επιλογές τόσο του σεκταρισμού όσο και του συμφιλιωτισμού με τη δεξιά πολιτική. Προς το παρόν δημοσιεύω αυτό, που έχει και την σχετική του αυτονομία, για κάθε ενδιαφερόμενο.

http://dimitrisgoritsas.wordpress.com/2013/02/24/%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BF-%CF%83%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B6%CE%B1-%CF%84%CE%BF-%CE%BD%CE%AD%CE%BF-%CF%80%CE%B1%CF%83%CE%BF%CE%BA/

Δεν υπάρχουν σχόλια: