Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

«Δουλειές για όλους». Τόλμη και ατολμία στον λόγο του ΣΥΡΙΖΑ

Του Μιχάλη Νικολακάκη και του Δημήτρη Παπανικολόπουλου

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μπλοκάρει.

Είναι ένα κόμμα που τροφοδοτήθηκε με ψήφους από την οικονομική κρίση, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να τον καταστήσει κυβέρνηση και δεν είναι ούτε και τώρα αρκετό. Όσο οι...
αντίπαλοί του μπορούν να συμμαχούν για να παραμένουν στην κυβέρνηση, ενώ ο ίδιος δεν βρίσκει συμμάχους δεν μπορεί να ελπίζει σε κάτι καλύτερο. Τη στιγμή μάλιστα που η ρητορεία του φαίνεται να έχει ρουτινοποιηθεί και να έχει χάσει την προωθητική της ισχύ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε σταυροδρόμι. Η αποτύπωση αυτής της πραγματικότητας εκκινεί από τις δημοσκοπήσεις αλλά βρίσκει τις εναργέστερες αποτυπώσεις στην πολιτική του ρητορική. Ο λόγος του συνεχίζει να αποτελεί ένα διαρκές κάλεσμα προς μορφές κινηματικής δράσης, εμποτισμένος από την πεποίθηση ότι η «αντίσταση» είναι η προνομιακή έννοια για να προσεγγίσει το διευρυμένο εκλογικό του ακροατήριο, διανθισμένος εσχάτως από ένα υγιή αλλά αδύνατο προγραμματικό λόγο. Οι αναφορές στην «ανάπτυξη» και στην «παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας» μοιάζουν να επιβεβαιώνουν με τον ποιο σκληρό τρόπο το φιλελεύθερο αφήγημα σύμφωνα με το οποίο η κατάληψη της εξουσίας ισοδυναμεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης με τον εναρμονισμό με τον οικονομικό ορθολογισμό των προγραμμάτων λιτότητας, την αναγκαιότητα κάλυψης του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας και τη δημοσιονομική προσαρμογή ως μεταϊδεολογικές πολιτικές σταθερές.

Φυσικά δεν είναι ο μόνος που ευθύνεται γι αυτό το μπλοκάρισμα. Έχει μπλοκάρει και η ελληνική κοινωνία, η οποία είναι χωρισμένη στα δύο, χωρίς το ξεμπλοκάρισμά της να φαίνεται εύκολο καθότι είναι κοινωνιολογικού χαρακτήρα και αφορά τη συνολική της διάρθρωση. Από τη μια βρίσκονται τα πιο παραγωγικά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας που βγάζουν κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη είναι τα πιο συντηρητικά (αγρότες, νοικοκυρές), φοβισμένα (συνταξιούχοι) και βολεμένα (όσοι έχουν λεφτά) κοινωνικά στρώματα που στηρίζουν τη δεξιά τρικομματική κυβέρνηση. Και οι δύο συστάδες κοινωνικών στρωμάτων είναι πολυάριθμες, όχι όμως σε σημαντικό βαθμό μεγαλύτερες από την άλλη ώστε να μπορούν να ηγεμονεύσουν πολιτικά στη δεδομένη συγκυρία. Η ελληνική κοινωνία είναι εμφανώς για μια γερασμένη κοινωνία. Το δημογραφικό πρόβλημα αρχίζει να τροφοδοτεί με άμεσο τρόπο πλέον το πολιτικό.

Το εκλογικό θαύμα του ΣΥΡΙΖΑ, η εκτίναξη του από ένα μικρό κόμμα του 4%, με γείωση σε κύκλους διανοουμένων και μορφωμένων μικροαστών στις πόλεις και σε κινηματικές ριζοσπαστικές δικτυώσεις, σε ένα κόμμα -εκλογικά τουλάχιστον- με συγκεκριμένα ταξικά και ηλικιακά χαρακτηριστικά προκαλεί εύλογες αμφιθυμίες στο εσωτερικό του. Δύο προφανείς πολιτικές στρατηγικές παρουσιάζονται. Η μια είναι η έμφαση στην πολιτική στρατηγική που λέει ότι η συνταγή για την κατάληψη της εξουσίας είναι «μία από τα ίδια». Έμφαση στον κινηματικό λόγο, επικοινωνιακά καλέσματα προς τους κωφεύοντες συνομιλητές στα αριστερά και επένδυση στην επέκταση της εκλογικής βάσης σε ένα εκλογικό ακροατήριο που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό ή ακρο-αριστερό ή αντιεξουσιαστικό. Η άλλη στρατηγική στηρίζεται στο ότι η κατάληψη της εξουσίας περνάει μέσα από την κάλυψη εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ του κεντροαριστερού χώρου του πολιτικού φάσματος και συνακόλουθα την προσαρμογή του μέσα από την άμβλυνση του κριτικού του λόγου στα διευρυμένα «μεσαία στρώματα» της ελληνικής κοινωνίας. Οι προσεγγίσεις αυτές είναι και οι δύο λανθασμένες στο βαθμό που αντιλαμβάνονται το πολιτικό χάρτη ως μια στατική τηλεοπτική πίττα και την κοινωνία, κατά τις στιγμές κατάρρευσης υφιστάμενων και οικοδόμησης νέων ιστορικών μπλοκ εξουσίας, ως ένα σώμα κατά βάση στατικό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να «ξεφοβίσει» τα φοβισμένα κοινωνικά στρώματα και να πείσει τα συντηρητικά. Αρθρώνει τη ρητορεία του γύρω από το «Μνημόνιο», χωρίς καν να το κάνει με τον επιθετικό τρόπο που το έκανε προεκλογικά. Πριν έλεγε ότι η κατάργηση του Μνημονίου θα αλλάξει ριζικά την κατάσταση. Τώρα αφήνει να διαφανεί ότι η κατάσταση είναι πιο πολύπλοκη. Σαφώς αυτό είναι η αλήθεια, αλλά πλέον δε μοιάζει με τη μέρα που βρίσκεται στον αντίποδα της νύχτας της τρικομματικής. Ποιος θα λύσει το οικονομικό πρόβλημα της χώρας; Η τρικομματική λέει συνεχώς ψέματα περί επικείμενης ανάκαμψης και τελευταίων μέτρων κλπ. Τη στιγμή όμως που εμείς έχουμε το μικρόφωνο για να διατυπώσουμε επιτέλους την αλήθεια, η μεγαλύτερη αλήθεια που λέμε είναι ότι οι άλλοι λένε ψέματα. Αυτό θα πει ρουτινοποίηση του λόγου μας. Αυτά τα ξέρουν όλοι. Και αντί να πούμε μια αλήθεια πάνω στην οποία να αρχίσει να κουβεντιάζει με ωριμότητα ο ελληνικός λαός, τον υποχρεώνουμε να σκέφτεται «μακάρι να ήταν αλήθεια αυτά που λέει η τρικομματική».

Στον κυρίαρχο αστικό λόγο η ιδέα της προγραμματικής επεξεργασίας είναι μία άσκηση υπευθυνότητας (στην οποία οι πρώην σύντροφοι μας της ΔΗΜΑΡ αποδείχτηκαν αριστούχοι), μια εκ τον πραγμάτων δεξιά ρεαλπολιτίκ απόκλιση. Η αμηχανία μας απέναντι στην ιδέα της «κυβέρνησης της αριστεράς» συνιστά ένα τεκμήριο της ιδεολογικής επιρροής του αντιπάλου στις γραμμές μας, η πίστη μας στο δικό του ψέμα. Για την κομμουνιστική παράδοση το πρόγραμμα συνιστά το σημείο συνάρθρωσης ενός δυνητικού νέου συνασπισμού εξουσίας. Δεν αναφέρεται ποτέ στην κοινωνία ως έχει, αλλά μέσα από την ελλειπτικότητα των αναγκών κοινωνικών κατηγοριών που δυνητικά εντάσσονται σε ένα νέο συνασπισμό εξουσίας προσπαθεί να υποδείξει μία νέα διάταξη της κοινωνίας. Όχι μια επιστροφή σε μια πρότερη συνθήκη, όπως συχνά οι κοινωνικές προσδοκίες που επενδύονται στο ΣΥΡΙΖΑ και που εμείς ασπαζόμαστε εκφράζουν, αλλά μια υπόσχεση για ένα άλλο μέλλον.

Να είναι η μεγάλη αλήθεια η υπεράσπιση του δημοσίου, η οποία έχει στοιχειώσει τη ρητορεία μας; Δε νομίζω. Η αξιοπιστία του δημοσίου έχει τρωθεί και από μέσα όλα αυτά τα χρόνια, το δημόσιο ούτως ή άλλως πρέπει να γίνει αποδοτικό και ανταποδοτικό, ενώ στα σίγουρα η υπεράσπιση του δημοσίου τομέα δεν συνιστά εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης.

Να είναι η μεγάλη αλήθεια η υπεράσπιση της εργασίας; Ναι, αλλά ποιάς εργασίας; Στα γιγαντωμένα ή τα παρασιτικά επαγγέλματα; Είναι δυνατόν να υπερασπιζόμαστε μια χώρα με τόσα ταξί ή μια χώρα όπου όλα τα ισόγεια όλων των οικοδομών όλων των δρόμων όλων των πόλεων είναι μαγαζιά ή μια χώρα όπου οι χοντρέμποροι και οι λιανέμποροι απομυζούν τον κόπο των παραγωγών; Μήπως να το ρίξουμε πάλι στην οικοδομή και να χτίσουμε και ό,τι έχει απομείνει; Είναι σαφές ότι η ελληνική οικονομία πρέπει να παράξει δουλειές σε παραγωγικούς τομείς. Ετοιμάστηκε μια ολόκληρη γενιά πτυχιούχων για τον τομέα των υπηρεσιών, όταν ήδη πριν την κρίση φαινόταν ότι αυτός δεν μπορούσε να τους απορροφήσει. Οι επιχειρηματίες δεν κάνουν επενδύσεις, επενδύσεις απ’ έξω δεν έρχονται, λεφτά για την έρευνα δεν δίνονται.

Η πρόταση Παπανδρέου να διανεμηθούν κρατικές γαίες σε νέους αγρότες και σε όσους θέλουν να γίνουν αγρότες αποκάλυπτε με παράδοξο τρόπο το προφανές: κάποιοι πρέπει να κάνουν άλλες εργασιακές και οικονομικές επιλογές από αυτές με τις οποίες είχαν σκεφτεί αρχικά να πορευτούν. Έλεγε δηλαδή ότι έχουν προτεραιότητα όσοι έχουν πτυχίο. Με τον παράδοξο αυτό τρόπο αναδεικνύονταν τόσο η στρέβλωση (όλοι στις υπηρεσίες όταν δεν υπάρχουν υπηρεσίες για όλους αυτούς) όσο και τη λύση (κάποιοι πρέπει να προσανατολιστούν σε αυτό που ο ΣΥΡΙΖΑ όρισε ως αγροτο-κτηνοτροφικο-μεταποιητικό παραγωγικό σύμπλεγμα. Αυτό το παραγωγικό σύμπλεγμα μπορεί να αποτελέσει ακρογωνιαίο λίθο στη διαδικασία ανάκαμψης. Μόνο εκεί μπορούν να δημιουργηθούν πολλές δουλειές με εξαγωγικό προσανατολισμό, με ανάπτυξη της επαρχίας, με συνεταιριστικές σχέσεις. Αυτό είναι εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης στηριγμένο στο ανθρώπινο δυναμικό και την αειφορία και όχι στη φτηνή εργασία και την καταστροφή του περιβάλλοντος.

Δυστυχώς, η εκλογική εκτίναξη των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και η αναντίστοιχη οργανωτική του οικοδόμηση αποκαλύπτουν πέρα από δικές μας αδυναμίες και το εφήμερο της θέσης μας ως αξιωματική αντιπολίτευση. Ακόμα περισσότερο μιλάει και για μια βαθύτερη, κοινωνιολογικού τύπου, μετατόπιση της κοινωνίας: την άρνηση της να οργανωθεί σε κόμματα ακόμα και την ώρα που επανακαλύπτει τη συλλογικότητα, την αμφισβήτηση του δομημένου πολιτικού λόγου όπως αυτός παρουσιάζεται από τους παραδοσιακούς κομματικούς σχηματισμούς. Και έτσι φτάνουμε στο παράδοξο του ΣΥΡΙΖΑ: ένα κόμμα μέσω του οποίου εκφράζονται μαζικά εκλογικά οι παραγωγικές ηλικίες και κοινωνικές κατηγορίες και οι οποίες, παρά τις καλύτερες των προθέσεων μας, απουσιάζουν παντελώς οργανωτικά από το σώμα του νέου Κόμματος. Οι ΣΥΡΙΖΑιοι από 35 έως 50 είναι τόσοι λίγοι, ως γνωστόν, που θα μπορούσαν να αποτελούν και ποδοσφαιρική ομάδα. Η πενία στο τρόπο έκφρασης του αιτήματος για παραγωγική ανασυγκρότηση δεν θα μπορούσε να είναι ποιο έντονη!

Πάμε όμως πίσω στο εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξης. Το κόμμα πρέπει να κάνει μερικές σαφείς παραδοχές: «η Ελλάδα είναι χώρα που παράγει προϊόντα μεσογειακής διατροφής». Να δώσει αυτή την κατεύθυνση και να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις για ομαλή μετάβαση ενός κομματιού του αστικού πληθυσμού στην ύπαιθρο. Να πει ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μαζεμένη στην Αθήνα και να χρησιμοποιεί την επαρχία για real estate. Ούτε υπάρχουν έτοιμα λεφτά που μας περιμένουν σε μορφή πετρελαίου ή άλλων πλουτοπαραγωγικών πηγών. Η Ελλάδα είναι χώρα της δουλειάς, όχι του μεταπρατισμού, του παρασιτισμού και της μετανάστευσης». Να λανσάρει το μοντέλο οικονομίας που να ξεχωρίζει τα μερίδια της αγοράς, του δημοσίου και της κοινωνικής οικονομίας. Να λανσάρει το σύνθημα «Αυτοοργάνωση-δημόσια αγαθά-ανάπτυξη». Ο συνεταιριστικός τομέας βέβαια δεν μπορεί να καλύψει τα πάντα, μπορεί να καλύψει όμως την ανεργία. Το κράτος δεν μπορεί να καλύψει τα πάντα, μπορεί όμως να προσφέρει κοινωνικό μισθό και να ανεβάσει την ποιότητα ζωής των πολιτών. Η αγορά δεν μπορεί να είναι ούτε κρατικοδίαιτη ούτε παρασιτική ούτε να ζει εις βάρος των παραγωγών, των καταναλωτών και του περιβάλλοντος. Πρέπει να καταλάβουν οι επιχειρηματίες ότι δεν έχουν απαντήσει στο ερώτημα «εσείς τι έχετε κάνει για την ελληνική κοινωνία; Ποια είναι η δική σας ευθύνη;».

Και έτσι με αυτά και με αυτά δύο προβλήματα, σε πρώτη ανάγνωση διακριτά και αυτόνομα, ξάφνου φαντάζουν να συγκλίνουν: αυτό της προγραμματικής συζήτησης και των «δεξιών αποκλίσεων» που αυτή ενέχει και αυτό της οργανωτικής αδυναμίας και της απουσίας κοινωνικής γείωσης. Και συγχωνεύονται σταδιακά σε ένα: στο πρόβλημα της έκφρασης του αδιέξοδου της εργασίας και της δημιουργικότητας. Και η απάντηση σε αυτό το αδιέξοδο δεν πρόκειται να λυθεί δια της κομματικής οικοδόμησης, με κουβέντες που λίγους από τους «εκτός των τειχών» συγκινούν, ούτε μέσα από τη «ρεαλιστική υπευθυνότητα», που απομειώνει το πρόγραμμα από το αύριο που αυτό θα πρέπει να υπόσχεται. Η απάντηση θα δοθεί από την θεμελίωση της πίστης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα δημιουργήσει δουλειές. Και με αυτό τον τρόπο θα ξαναφέρουμε στο προσκήνιο τη σκέψη ότι αυτοί που μας ψήφισαν δεν ήταν και τόσο υποτελείς και εξουσιαζόμενοι, υποκείμενα δηλαδή της εξουσίας, αλλά, είτε ως άνεργοι είτε ως μισθωτοί είτε ως μικροεπιχειρηματίες, είναι και ήταν εκμεταλλευόμενοι, υποκείμενα δηλαδή ενταγμένα πρωτίστως σε άδικες οικονομικές σχέσεις.

«Δουλειά για όλους λοιπόν». Όποιος λύσει το δομικό πρόβλημα της οικονομίας μας που δεν παράγει δουλειές αυτός και θα ηγεμονεύσει. Γι αυτό ας πάψει ο ΣΥΡΙΖΑ να συμμετέχει στη μάχη της ατάκας και των ανακοινώσεων και στους διαγκωνισμούς με τους λασπολόγους της ΝΔ. Και ας αντεπιτεθεί. Αυτό όμως δε θα μπορέσει να το κάνει με τους δημοσιογραφικούς όρους που το επιχειρεί. Πρέπει να στηρίζεται σε βαθιές κοινωνιολογικές αναλύσεις, να απαντά στηριζόμενος στη βαθιά γνώση των μακροδομικών προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας και να προτείνει μακροδομικές λύσεις γι αυτήν.

Όλες μας οι αναλύσεις πρέπει να συνιστούν κομμάτια ενός συνεκτικού αφηγήματος αρθρωμένου γύρω από την αντιμετώπιση του δομικού οικονομικού προβλήματος. Σε αυτό έχουμε συγκριτικό πλεονέκτημα. Ενώ η δεξιά τρικομματική κυβέρνηση προσπαθεί να μας παρασύρει σε μια ατζέντα περί δικαιωμάτων ξέροντας ότι εμείς θα τσιμπήσουμε και αυτή θα κερδίσει το εθνικό ακροατήριο, εμείς θα έπρεπε να δένουμε αυτά τα ζητήματα με την οικονομική πραγματικότητα και να εντάξουμε έτσι αρμονικά και τους αντιεξουσιαστές και τους μετανάστες στο εθνικό αφήγημα. Να πούμε δηλαδή ότι «οι καταλήψεις είναι λύση και για τους αστέγους και για τα κτήρια που ρημάζουνε». Και ότι «δε λυπάται η κυβέρνηση τους αστέγους που δεν έχουν που να μείνουνε ούτε σέβεται τους αντιεξουσιαστές που συντηρούν τα κατειλημμένα κτήρια με έξοδα δικά τους».

Ιστορική ευθύνη μας είναι να προτείνουμε αλλαγές στις δομές που δημιουργούν συνεχώς προβλήματα και ιστορικές απαντήσεις στο ερώτημα «που θα δουλεύει ο κόσμος», «πως θα γίνει η Ελλάδα παραγωγική χώρα».

«Δουλειές για όλους!» Αυτό να λέει ο πρόεδρος και οι εκπρόσωποι μας από όταν λαλεί ο κόκορας μέχρι να κοιμηθούνε. Αυτό να κάνουμε σαφές ότι εκφράζει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και να σκεφτούμε βέβαια το πώς αυτός ο στόχος θα καταστεί εφικτός. Ο χώρος μας δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα πολιτικής επικοινωνίας, αλλά πρόβλημα αριστερής πολιτικής επικοινωνίας. Όχι μόνο πισωγυρίζει, καθώς αδυνατεί να ορίσει την πολιτική ατζέντα, αλλά ακόμα περισσότερο αμφιταλαντεύεται επειδή φοβάται να μετασχηματίσει τη γνωστή ρητορεία του σε ένα μήνυμα θετικό. Η κομμουνιστική υπόθεση δεν αφορούσε μονάχα ένα κάλεσμα για ανυπακοή. Αποτελούσε πάντοτε ένα μήνυμα αντίστασης με ορίζοντα την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας.

http://www.rednotebook.gr/details.php?id=8914#.UTfI949mLY0.facebookφουν

Δεν υπάρχουν σχόλια: