Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Κ. ΛΑΠΑΒΙΤΣΑΣ - Ιστορίες με χρέη

του Κ. Λαπαβίτσα
Ας πούμε μια διδακτική ιστορία για χώρες που έχουν υπέρογκα χρέη και υιοθετούν ‘σοβαρές’ οικονομικές πολιτικές για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Ο παραλληλισμός με Ελλάδα και Ευρωζώνη δεν είναι τυχαίος.

Μια χώρα με τεράστια χρέη

Τον Νοέμβριο του 1918 η αυτοκρατορική Γερμανία συνθηκολόγησε με...
την Αντάντ. Ο γερμανικός θρίαμβος επί του Τσάρου στο Ανατολικό Μέτωπο το 1917 που είχε ανοίξει τον δρόμο για τους Μπολσεβίκους, αποδείχθηκε προσωρινός. Η Γερμανία, αν και ο στρατός της στεκόταν ακόμη στα πεδία των μαχών, ήταν ηττημένη κατά κράτος. Μετά τέσσερα χρόνια σφαγών με τους αγγλογάλλους αποικιοκράτες στους λασπότοπους του Βελγίου και της Γαλλίας, ο πραγματικός νικητής ήταν η ανερχόμενη δύναμη των ΗΠΑ.

Η Συνθήκη των Βερσαλλιών τον επόμενο χρόνο υπαγορεύτηκε όμως από τους αγγλογάλλους αποικιοκράτες, που έκαναν στο πλάι τους ‘αφελείς και ιδεολόγους’ Αμερικανούς. Οι όροι της πολλοί και επαχθείς. Ο επαχθέστερος ήταν να αποδεχθεί η Γερμανία την ευθύνη του πολέμου, να δεχθεί ληστρικές παραχωρήσεις και να καταβάλει τεράστιες πολεμικές αποζημιώσεις. Τα ποσά εκφρασμένα σε χρυσά γερμανικά μάρκα ήταν εξωπραγματικά (περίπου 225 δις). Δύο χρόνια μετά, οι μεγάθυμοι νικητές μείωσαν την αρχική απαίτηση στα 130 δις, δηλαδή πάνω από 300% του γερμανικού ΑΕΠ. Οι πληρωμές για τόκους, χρεωλύσια και έξοδα κατοχής θα έφταναν το 10% του γερμανικού ΑΕΠ ετησίως. Η Γερμανία είχε βουλιάξει στα χρέη.

Οικονομική πραγματικότητα και θεωρία

Δεν υπήρχε απολύτως καμία περίπτωση να μπορέσει η γερμανική οικονομία, που είχε συρρικνωθεί κατά 20% στον πόλεμο, να αντιμετωπίσει τέτοιο άχθος. Δεν ήταν επίσης δυνατό να σηκώσει το βάρος του χρέους μετά την παραχώρηση των ανθρακωρυχείων της στη Γαλλία και τη δυσκολία εξαγωγών στις ανεπτυγμένες οικονομίες. Μόνο αν οι αποζημιώσεις ήταν σαφώς μικρότερες και παράλληλα υπήρχε ανάπτυξη με άνοδο των εξαγωγών θα μπορούσε ίσως να αντιμετωπίσει την «ειρήνη των νικητών».

Αυτό περίπου ήταν το σκεπτικό του νεαρού Τζον Μέιναρντ Κέυνς, ενός από τους οικονομολόγους που συνόδευαν τη βρετανική αντιπροσωπεία στις Βερσαλλίες. Είχε το θάρρος να το δηλώσει δημόσια στο βιβλίο του Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης, ένα από τα καλύτερα που έχει γράψει. Δεν έπεισε τη βρετανική κυβέρνηση, αλλά η παρρησία του και η τετράγωνη λογική του εντυπωσίασαν τον Λένιν.

Τα επιχειρήματα του Κέυνς δεν είχαν καμία τύχη ούτε στη Γαλλία. Για τους γαλλικούς κύκλους εξουσίας, η Γερμανία έπρεπε να εξουθενωθεί και ο Κέυνς ήταν ένας επικίνδυνος λογοκόπος. Η δυσπιστία προς τον κεϋνσιανισμό κράτησε για δεκαετίες στη Γαλλία. Δεν είναι τυχαίο ότι μεσούντος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ετιέν Μαντού έγραψε τις Οικονομικές Συνέπειες του κ. Κέυνς, όπου ούτε λίγο ούτε πολύ, έλεγε ότι το σκεπτικό του Κέυνς υπέσκαψε τις προσπάθειες να ελεγχθεί η Γερμανία και φέρει μέρος της ευθύνης για την χιτλερική λαίλαπα.

‘Σοβαρή’ αντιμετώπιση του χρέους και κοινωνική καταστροφή

Ότι συνέβη στη Γερμανία τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν απόρροια των όρων της ειρήνης που επιβλήθηκε. Στην ουσία η γερμανική οικονομία δεν ανέκαμψε παρά μόνο όταν οι Ναζί πήραν την εξουσία και ξεκίνησαν πρόγραμμα επανεξοπλισμού και εκτενέστατης κρατικής παρέμβασης.

Τα πρώτα χρόνια μετά τις Βερσαλλίες η Γερμανία υποχρεώθηκε να καταβάλει τεράστια ποσά επιτείνοντας τις συνθήκες μεταπολεμικής εξαθλίωσης του πληθυσμού. Τα κρατικά έσοδα στηρίζονταν κυρίως στους έμμεσους φόρους και το γερμανικό δημόσιο κατέφυγε σε έκδοση χάρτινου μάρκου οδηγώντας σε τρομακτικό υπερπληθωρισμό έως το 1923. Η συνεχιζόμενη αδυναμία πληρωμής των αποζημιώσεων έφερε θρασύτατη γαλλική και βελγική κατοχή του Ρουρ. Φτώχεια, ανεργία, υπερπληθωρισμός και ξένη κατοχή αποτέλεσαν εκρηκτικό μείγμα στη γερμανική πολιτική ζωή.

Μέχρι το 1933 η οικονομική πολιτική της Βαϊμάρης ήταν μια αγωνιώδης προσπάθεια να ελεγχθεί η τάση πληθωρισμού, να υπάρξει ανάπτυξη, να μειωθεί η ανεργία, να πληρώνεται το χρέος και να επιχειρείται η μείωσή του με τη συναίνεση των δανειστών. Η συμπαράσταση στον γερμανικό λαό ήρθε από τη Σοβιετική Ένωση, ενώ οι ΗΠΑ έδειξαν πολύ μεγαλύτερη σοφία από τους Αγγλογάλλους για το τι πραγματικά διακυβεύονταν.

Το 1924 η Γερμανία εισήγαγε νέο νόμισμα βασισμένο σε υποθηκευμένη αγροτική και βιομηχανική περιουσία, μειώνοντας έτσι την τάση πληθωρισμού. Η κεντρική τράπεζα διέκοψε την προεξόφληση κρατικών χαρτιών, περιορίζοντας τον όγκο του χρήματος στην κυκλοφορία. Υιοθετήθηκε το Σχέδιο Ντόουζ, βασισμένο σε νέα αμερικανικά δάνεια, που ελάφρυνε το βάρος των ετήσιων πληρωμών της Γερμανίας. Σύντομα όμως έγινε αντιληπτό ότι το Σχέδιο δε θα έφερνε ταχύρρυθμη ανάπτυξη, ούτε θα επέτρεπε στη Γερμανία να αντιμετωπίσει σε μόνιμη βάση το βάρος των χρεών της. Μετά από μακρόχρονες διαπραγματεύσεις, το 1929 υιοθετήθηκε το Σχέδιο Γιάνγκ, πάλι με αμερικανική πρωτοβουλία, που μείωσε κι άλλο τον όγκο του χρέους, ενώ ελάφρυνε περαιτέρω τις ετήσιες πληρωμές. Η σημασία του αποδείχθηκε μικρή, καθώς το 1929 ξέσπασαν οι θύελλες που έφεραν την κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας την δεκαετία του 1930.

Πολιτική τερατογένεση

Η κρίση του Μεσοπολέμου χτύπησε την αδυνατισμένη οικονομικά Γερμανία ιδιαίτερα σκληρά. Η χρεοκοπία της μεγάλης αυστριακής τράπεζας Κρέντιτανσταλτ το 1931 έφερε οξύτατη τραπεζική κρίση στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Οι οικονομίες πέρασαν σε ύφεση και εκτοξεύτηκε η ανεργία. Κατέρρευσε το παγκόσμιο εμπόριο και η Γερμανία αντιμετώπισε αδυναμία πληρωμών στο εξωτερικό. Η ταχύτατη άνοδος του Χίτλερ αποτελείωσε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, έστειλε το σχέδιο Γιάνγκ στα αζήτητα και έβαλε τη γερμανική οικονομία σε άλλη βάση.

Η πολιτική άνοδος του φασισμού ήταν σε μεγάλο βαθμό, απόρροια των Βερσαλλιών. Η συνθηκολόγηση του 1918 έφερε επαναστατικές συνθήκες στο Βερολίνο, αλλά το νεαρό Κομμουνιστικό Κόμμα δεν κατόρθωσε την κατάληψη της εξουσίας. Το αποτέλεσμα ήταν η ειδεχθής δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ, με την ηθική αυτουργία του δεξιού τμήματος της Σοσιαλδημοκρατίας. Ο επαναστατικός αναβρασμός συνεχίστηκε μέχρι το 1921 και μετά άρχισε να καταλαγιάζει. Τότε άρχισε να ενισχύεται η ναζιστική άκρα δεξιά, αντλώντας κυρίως από το λαϊκό αίσθημα οικονομικής κατάρρευσης, κοινωνικής διάλυσης και εθνικής ταπείνωσης.

Οι κυβερνήσεις της Βαϊμάρης κυριαρχήθηκαν από τα ‘σοβαρά’ αστικά κόμματα που συνήθως δεν είχαν αρκετή ισχύ για αυτοδύναμες κυβερνήσεις. Στα ‘σοβαρά΄ κόμματα συμμετείχαν ασμένως και οι Σοσιαλδημοκράτες. Το καταλυτικό στοιχείο για την πολιτική αδυναμία της Βαϊμάρης δεν ήταν όμως ούτε η εξουθένωση των αστικών κομμάτων, ούτε ο συμβιβασμός και η δειλία των Σοσιαλδημοκρατών. Ήταν ο λυσσαλέος πόλεμος ανάμεσα στους Κομμουνιστές και τους Σοσιαλδημοκράτες που αποδυνάμωσε τις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις και τελικά επέτρεψε στους φαιοχίτωνες να κυριαρχήσουν. Τα αστικά στρώματα της Γερμανίας συμβιβάστηκαν με τους ασυνάρτητους και γελοίους ιδεολόγους του Χίτλερ, η Αριστερά συντρίφτηκε και η ναζιστική Γερμανία προχώρησε πλησίστια προς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την καταστροφή της.


Δύο εξέχοντα του δράματος πρόσωπα

Ρούντολφ Χίλφερντινγκ

Στο ιστορικό αυτό δράμα δύο πρόσωπα ξεχωρίζουν από πλευράς οικονομικής πολιτικής. Το πρώτο ήταν ο Ρούντολφ Χίλφερντινγκ. Γεννημένος στη Βιέννη, εβραϊκής καταγωγής, είχε τη βαθιά κουλτούρα της κεντρικής Ευρώπης, που ο Χίτλερ έπληξε αδυσώπητα δολοφονώντας τους εβραϊκούς πληθυσμούς. Ανήκε στην εξαιρετική γενιά των νέων διανοητών των αρχών του 20ου αιώνα που βρήκαν στον Μαρξισμό την απάντηση για το κοινωνικό πρόβλημα του βιομηχανικού καπιταλισμού στην Ευρώπη.

Ο Χίλφερντινγκ ήταν από τους γνωστότερους οικονομολόγους και στελέχη της προπολεμικής γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, πριν η κήρυξη του Ά Παγκοσμίου Πολέμου τη διασπάσει ανάμεσα στην επαναστατική Αριστερά, που τελικά διαμόρφωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα, και στους υπόλοιπους Σοσιαλδημοκράτες. Ρηξικέλευθος διανοητής, προχώρησε την ανάλυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος πολύ πιο πέρα από τον Μαρξ, ισχυριζόμενος ότι ο καπιταλισμός της εποχής του βασίζονταν στο ‘χρηματιστικό κεφάλαιο’. Αυτήν την έννοια δανείστηκε ο Λένιν για να διαμορφώσει την θεωρία του περί ιμπεριαλισμού που έγινε σημείο αναφοράς για τους Μαρξιστές του 20ου αιώνα. Ο Χίλφερντινγκ πίστευε επίσης στην ιδέα του ‘οργανωμένου καπιταλισμού’. Στο ότι δηλαδή, τα μεγάλα μονοπώλια μπορούσαν πλέον να οργανώσουν την παραγωγή και το εμπόριο αποφεύγοντας τις κρίσεις. Για τον Χίλφερντινγκ, ο Μαρξισμός ήταν ένα επιστημονικό εργαλείο που μπορούσε αντικειμενικά να διαγνώσει την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας. Τα πολιτικά συμπεράσματα ήταν κάτι άλλο.

Ο Χίλφερντινγκ ξαναμπήκε στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα την δεκαετία του ’20 και παρέμεινε πολέμιος του Κομμουνιστικού Κόμματος και επικριτικός προς τη Σοβιετική Ένωση. Γρήγορα εξελίχθηκε σε στυλοβάτη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και χρημάτισε δύο φορές υπουργός Οικονομικών (1923 και 1928-9). Η επιλογή του, χαρακτηριστική του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, ήταν να διαχειριστεί την κατάσταση συναινετικά, χωρίς ακραίες, μονομερείς επιλογές. Για παράδειγμα, να δοθεί λύση στον υπερπληθωρισμό μέσω της εισαγωγής του νέου μάρκου το 1923, αλλά να προστατευθούν ΄λελογισμένα’ οι εργαζόμενοι από την αλλαγή. Να γίνει μεν η νέα δανειοδότηση που ήταν απαραίτητη για το Σχέδιο Γιάνγκ, αλλά με ευνοϊκότερους όρους για τη Γερμανία δε. Βασικό του μέλημα ήταν να ληφθούν μέτρα για τη βελτίωση της απασχόλησης και την ενίσχυση της παραγωγής.

Το αποτέλεσμα ήταν να ταυτιστεί το όνομα του με τις αποτυχίες και την οικονομική δυστοκία της Βαϊμάρης, χωρίς καν να μπορέσει να πετύχει τις ΄λελογισμένες’ βελτιώσεις που επεδίωκε. Όταν επικράτησε ο Χίτλερ, ο Χίλφερντινγκ εξαναγκάστηκε σε εξορία στην Πράγα, μετά κυνηγημένος στη Γαλλία, όπου το καθεστώς του Βισύ τον παρέδωσε στην Γκεστάπο και μέσα σε λίγες μέρες ήταν νεκρός, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Το τραγικό τέλος του Χίλφερντνινγκ απεικονίζει τη συνολική αποτυχία της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση της χώρας και την άνοδο του φασισμού. Η πολιτική της συναίνεσης είχε εξωκείλει τελείως.

Χιάλμαρ Σαχτ

Το δεύτερο πρόσωπο που ξεχωρίζει ήταν ο Χιάλμαρ Σαχτ. Γόνος αστικής οικογένειας, με γερμανικές και δανέζικες καταβολές, σπούδασε οικονομικά και δούλεψε στον τραπεζικό τομέα πριν και μετά τον πόλεμο. Συντηρητικός και αντικομμουνιστής, δεν είχε ιδιαίτερες θεωρητικές και πνευματικές ανησυχίες. Ήταν ίσως ο κορυφαίος τεχνοκράτης της εποχής του, έξυπνος, καλά μορφωμένος και αδίστακτος. Γρήγορα αναδείχθηκε σε συντηρητικό στυλοβάτη της Βαϊμάρης. Ως διοικητής της κεντρικής τράπεζας ήρθε σε σύγκρουση με τον Χίλφερντινγκ για τον έλεγχο του πληθωρισμού και επιβλήθηκε. Συγκρούστηκε ξανά με τον Χίλφερντινγκ για τους όρους δανειοδότησης του Σχεδίου Γιάνγκ.

Δύο πράγματα έκαναν τον Σαχτ να διακριθεί στην άσκηση οικονομικής πολιτικής στη Βαϊμάρη. Πρώτον, η ανασύσταση της κεντρικής τράπεζας και μαζί η σκληρή περιοριστική πολιτική που πρόκρινε για τον έλεγχο του πληθωρισμού, παρά το κόστος για τα εργατικά στρώματα. Δεύτερον και πολύ σημαντικότερο, η βαθμιαία συνειδητοποίηση από την πλευρά του ότι η συναινετική στάση, η πολιτική της προσαρμογής στις απαιτήσεις των δανειστών, έφερνε αδιέξοδο. Προς το τέλος της δεκαετίας του ’20, μετά από χρόνια χρέους, χαμηλής ανάπτυξης και κοινωνικής αποσάθρωσης, ο Σαχτ είχε καταλήξει: η Γερμανία ποτέ δε θα ανακτούσε την εθνική της ισχύ, ούτε η κοινωνία της θα έμπαινε σε πορεία ευμάρειας σε αυτήν τη βάση. Χρειαζόταν παρεμβατική κρατική πολιτική για εκβιομηχάνιση, επιθετική πολιτική ως προς το χρέος και επανεξοπλισμός.

Ακριβώς αυτά υποσχόταν και ο Χίτλερ, τον οποίο ο Σαχτ στήριξε ανοιχτά. Όταν οι Ναζί πήραν την εξουσία ο Χίτλερ του ανέθεσε ουσιαστικά την ευθύνη της οικονομικής πολιτικής. Ήδη το Ναζιστικό Κόμμα είχε αρνηθεί το γερμανικό χρέος και τις πολεμικές αποζημιώσεις. Το χρέος της Γερμανίας δεν τακτοποιήθηκε παρά το 1953, μέσω παραγραφής και ευνοϊκών όρων. Ο Σαχτ προχώρησε σε πρόγραμμα δημοσίων έργων και στήριξη της ιδιωτικής βιομηχανίας με στόχο την μείωση της ανεργίας. Ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας, είχε παρόμοιες οικονομικές επιπτώσεις. Το πρόγραμμα του Σαχτ ήταν πολύ αποτελεσματικότερο του Νιου Ντιλ του Ρούζβελτ στις ΗΠΑ. Σε μικρό χρονικό διάστημα η ανεργία υποχώρησε και η οικονομική παραγωγή ανέκαμψε. Η σύγκριση με τις αποτυχίες της Βαϊμάρης ήταν καταλυτική και πρόσφερε νομιμοποίηση στο Ναζιστικό Κόμμα.

Ο Σαχτ δεν ήταν ο ίδιος Ναζί. Εξέφραζε εκείνο το κομμάτι της αστικής τάξης της Γερμανίας που αντιλήφθηκε ότι, αν δεν λαμβάνονταν δραστικά μέτρα, η χώρα ήταν καταδικασμένη μέσα στο πλαίσιο των Βερσαλλιών. Οι Ναζί ήταν το χρήσιμο εργαλείο που θα μπορούσε να πετύχει αυτόν τον στόχο, τσακίζοντας παράλληλα την Αριστερά και τις εργατικές οργανώσεις. Όταν η βαρβαρότητα και η εγκληματικότητα των ορδών του Χίτλερ φάνηκε καθαρά, ο Σαχτ φρόντισε να πάρει αποστάσεις και κατόρθωσε να περιβληθεί τον μανδύα του αντιστασιακού, γιατί συνελήφθη μετά την απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ το 1944. Μετά τον πόλεμο δικάστηκε στη Νυρεμβέργη, αλλά κατάφερε να αθωωθεί. Συνέχισε τις τραπεζικές του δραστηριότητες και πέθανε σε βαθιά γεράματα.

Το (ηθικό) δίδαγμα;

Η Ελλάδα δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα πολεμικών αποζημιώσεων, αλλά έχει τεράστιο χρέος και μηδαμινές προοπτικές ανάπτυξης. Το πρόγραμμα της τρόικα δεν είναι φυσικά η Συνθήκη των Βερσαλλιών, αλλά δημιουργεί πλήρες αδιέξοδο για τη χώρα και τον λαό της. Υπάρχει απτή αίσθηση οικονομικής κατάρρευσης, κοινωνικής διάλυσης και εθνικής ταπείνωσης. Οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που έχουν ήδη τεθεί σε κίνηση έχουν την αντιστοιχία τους με τη Βαϊμάρη. Στη χώρα μας δεν υπάρχουν βέβαια, ούτε Χίλφερντινγκ, ούτε Σαχτ, πόσο μάλλον τα υπόλοιπα πρόσωπα του γερμανικού δράματος. Υπάρχουν όμως τα βαλκανικά τους κακέκτυπα. Τα λοιπά συμπεράσματα δικά σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: